συμπολιτεύσῃ

συμπολιτεύσῃ
συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
aor subj mid 2nd sg
συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
aor subj act 3rd sg
συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
fut ind mid 2nd sg
συμπολῑτεύσῃ , συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
aor subj mid 2nd sg
συμπολῑτεύσῃ , συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
aor subj act 3rd sg
συμπολῑτεύσῃ , συμπολιτεύω
live as fellow-citizens
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπολίτευση — η οι βουλευτές του κόμματος που κυβερνά: Όλες οι τροποποιήσεις νόμων που υπέβαλε η αντιπολίτευση καταψηφίστηκαν από τη συμπολίτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπολίτευση — η / συμπολίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι] νεοελλ. το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη μσν. μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους αρχ. η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να …   Dictionary of Greek

  • συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”